βαρήκοος

βαρήκοος
-η, -ο (Α βαρυήκοος, -ον)
εκείνος που βαριακούει, που δεν ακούει καλά
αρχ.
παθ. όποιος εξασθενίζει, μειώνει την ακοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + ακούω, με έκταση του -α- σε -η- κατά τη σύνθεση (πρβλ. ανήκοος, ευήκοος, οξυήκοος, συνήκοος κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βαρήκοος — η, ο αυτός που πάσχει από βαρηκοΐα: Ο παππούς μου έγινε βαρήκοος με τα χρόνια κι έτσι φωνάζω όταν του μιλάω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμβλυήκοος — ἀμβλυήκοος, ον (Μ) αυτός που έχει αμβλεία την ακοή, βαρήκοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + ήκοος < ἀκούω] …   Dictionary of Greek

  • βαρηκοΐα — η και βαρυκοΐα (Α βαρυηκοΐα) ελάττωση της ακουστικής ικανότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαρηκοΐα < βαρήκοος, ενώ ο τ. βαρυηκοΐα < βαρυήκοος] …   Dictionary of Greek

  • βαρυήκοος — ον (Α) βλ. βαρήκοος …   Dictionary of Greek

  • δυσήκοος — η, ο (AM δυσήκοος, ον) βαρήκοος αρχ. 1. απείθαρχος 2. φοβερός στην ακοή 3. αυτός που ακούγεται δύσκολα ή δυσάρεστα …   Dictionary of Greek

  • δύσκωφος — δύσκωφος, ον (Α) βαρήκοος …   Dictionary of Greek

  • θεόκουφος — η, ο 1. ο εντελώς κουφός 2. ο πολύ βαρήκοος …   Dictionary of Greek

  • καθότι — (Α καθότι και καθ ὅ,τι, ιων. τ. κατότι και κατ ὅ,τι) 1. κατά ποιόν τρόπο, πώς ή καθώς, όπως («καθότι γέγραπται») 2. επειδή, διότι (α. «δεν τόν άκουσα, καθότι είμαι βαρήκοος» β. «ὁ μὲν Ἀρτάβαζος, κατότι πρεσβύτατός τε εἴη», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • καλακούω — ακούω καλά, έχω οξεία ακοή («δεν καλακούει» δεν ακούει καλά, είναι βαρήκοος) …   Dictionary of Greek

  • περήφανος — η, ο 1. ο υπερήφανος, αυτός που πιστεύει στην ηθική αξία τού εαυτού του ή κάποιου άλλου προσώπου ή πράξης που συνδέονται στενά με αυτόν και εκφράζει αυτήν την πίστη ως αξιοπρέπεια και υψηλοφροσύνη 2. αυτός που φέρεται αλαζονικά στους άλλους και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”