βαρήκοος — η, ο αυτός που πάσχει από βαρηκοΐα: Ο παππούς μου έγινε βαρήκοος με τα χρόνια κι έτσι φωνάζω όταν του μιλάω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμβλυήκοος — ἀμβλυήκοος, ον (Μ) αυτός που έχει αμβλεία την ακοή, βαρήκοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + ήκοος < ἀκούω] … Dictionary of Greek
βαρηκοΐα — η και βαρυκοΐα (Α βαρυηκοΐα) ελάττωση της ακουστικής ικανότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαρηκοΐα < βαρήκοος, ενώ ο τ. βαρυηκοΐα < βαρυήκοος] … Dictionary of Greek
βαρυήκοος — ον (Α) βλ. βαρήκοος … Dictionary of Greek
δυσήκοος — η, ο (AM δυσήκοος, ον) βαρήκοος αρχ. 1. απείθαρχος 2. φοβερός στην ακοή 3. αυτός που ακούγεται δύσκολα ή δυσάρεστα … Dictionary of Greek
δύσκωφος — δύσκωφος, ον (Α) βαρήκοος … Dictionary of Greek
θεόκουφος — η, ο 1. ο εντελώς κουφός 2. ο πολύ βαρήκοος … Dictionary of Greek
καθότι — (Α καθότι και καθ ὅ,τι, ιων. τ. κατότι και κατ ὅ,τι) 1. κατά ποιόν τρόπο, πώς ή καθώς, όπως («καθότι γέγραπται») 2. επειδή, διότι (α. «δεν τόν άκουσα, καθότι είμαι βαρήκοος» β. «ὁ μὲν Ἀρτάβαζος, κατότι πρεσβύτατός τε εἴη», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καλακούω — ακούω καλά, έχω οξεία ακοή («δεν καλακούει» δεν ακούει καλά, είναι βαρήκοος) … Dictionary of Greek
περήφανος — η, ο 1. ο υπερήφανος, αυτός που πιστεύει στην ηθική αξία τού εαυτού του ή κάποιου άλλου προσώπου ή πράξης που συνδέονται στενά με αυτόν και εκφράζει αυτήν την πίστη ως αξιοπρέπεια και υψηλοφροσύνη 2. αυτός που φέρεται αλαζονικά στους άλλους και… … Dictionary of Greek